.
Αρχική Φυτώριο Καλλιέργεια Φωτογραφίες Ποικιλίες Video Επκοινωνία

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013


ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΡΥΔΙ - ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
 ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΡΥΔΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

            Η Ελλάδα με παραγωγή 18.000 τον. καρυδιών με κέλυφος κατά μέσο όρο, είναι η Τρίτη παραγωγός χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση μετά τη Γαλλία και την Ιταλία. Σ'αυτή την παραγωγή σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής υπηρεσίας πρέπει να προστεθεί μία παραγωγή 4.000 τον, καρυδιών με κέλυφος που προέρχεται από την παραγωγή πολυπληθών ερασιτεχνών καλλιεργητών καρυδιάς η οποία παραγωγή αυτοκαταναλώνεται. Η παραγωγή αυτή χαρακτηρίζεται από 2 κατηγορίες τελείως διαφορετικές στην Ελλάδα, από τη μία οι νέοι μοντέρνοι καρυδεώνες οι οποίοι προοδευτικά αυξάνουν και αποτελούνται κυρίως από πλαγιόκαρπες ποικιλίες και από την άλλη οι παραδοσιακοί καρυδεώνες από ανεμβολίαστα δένδρα καθώς και από διάσπαρτα ανεμβολίαστα δένδρα. Παρά τη σημαντική παραγωγή της χώρας, η Ελλάδα κάνει εισαγωγή καρυδιού, κυρίως υπό μορφή καρυδόψιχας.
            Οι εδαφοκλιματικές συνθήκες είναι πολύ ευνοϊκές σε περισσότερες περιοχές για αρδευόμενες καλλιέργειες καρυδιάς. Επίσης οι θερμοκρασίες είναι γενικά ευνοϊκές κατά τη συγκομιδή και για την ξήρανση της παραγωγής πιο πολύ σε πεδινά και ημιορεινά και λιγότερο σε ορεινά εδάφη. Σε γενικές γραμμές η σχετική υγρασία αέρα διατηρείται αρκετά χαμηλή κατά την συγκομιδή και περιορίζει την ανάπτυξη μυκητολογικών ασθενειών. Επίσης γενικά η υγρασία είναι αρκετά  χαμηλή και  περιορίζεται έτσι η ζημιά από την βακτηρίωση. Στη μείωση αυτών των ζημιών συμβάλουν και τα ασβεστολιθικά εδάφη (βλ. Charlot etal 1988) τα οποία σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές περιορίζουν σημαντικά τις βακτηριώσεις (Ρούσκας 1995) (Πίνακας 2).
            Παρόλες τις ευνοϊκές συνθήκες πρέπει να τονισθεί ότι η παραδοσιακή καλλιέργεια της καρυδιάς είναι καταδικασμένη οικονομικά και προβλέπεται εγκατάληψή της στο μέλλον. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μεταξύ 1981-1991 το 19% των μεμονομένων δένδρων ξεριζώθηκε. Αντίθετα σε νέους οπωρώνες η εντατική καλλιέργεια με εκλεκτής ποιότητας παραγωγικές ποικιλίες φαίνεται ότι έχει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας κυρίως με μία καλή στρατηγική η οποία θα αποβλέπει στην αύξηση του μεγέθους των εκμεταλλέυσεων ώστε να επιτευχθεί πιο εύκολα η εκμηχάνιση των εργασιών και κυρίως της συγκομιδής και μεταποίησης (Πίνακας 3).

Πίνακας 2 : Συμμετοχή της καλλιέργειας καρυδιάς (εντατικοί καρυδεώνες, μεμονομένα δένδρα, παραγωγή) για το 1991 και εξέλιξη (%) των εγκατεστημένων δένδρων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1981-1991 σε εκτάσεις ορεινές, ημιορεινές και πεδινές (πηγή ΕΣΥΕ).

Ύψος
Οπωρώνες Καρυδιάς
Μεμονομένα
    δένδρα
Συνολική
Παραγωγή
Καρυδιών με
Κέλυφος σε
Τόννους

Εκτάρια του 1991
Επί τοις εκατό (%) εξέλιξη 1981-1991
Δένδρα σε χιλλιάδες (000) 1991
Επί τοις εκατό (%) εξέλιξη 1981-1991
Δένδρα σε χιλλιάδες (000) 1991
Επί τοις εκατό (%) εξέλιξη 1981-1991
1991
Επί τοις εκατό (%) εξέλιξη 1981-1991
Ορεινά πάνω από 500m
5,519
+3,1
583
-5,5
1,382
-18,3
13,537
-11,9
Ημιορεινά από 500m ως 200m
1,078
-14,8
129
-2,3
308
-14,0
4,399
-15,3
Πεδινά κάτω από 200m ως 0m
755
-21,5
100
-23,7
205
-30,0
4,214
-26,2
ΣΥΝΟΛΟ
7,352
-3,1
812
-7,7
1,895
-19,1
22,150
-15,7


            Η Ελλάδα όπως προαναφέρθηκε, αν και έχει αρκετά μεγάλη παραγωγή σε καρύδια και μάλιστα καλής ποιότητας λόγω εδαφοκλιματικών συνθηκών, εισάγει ετησίως 5.000-7.000 τον. Ο λόγος για αυτή την κατάσταση στη ελληνική εμπορία καρυδιού είναι ότι στους οργανωμένους εμπορικούς καρυδεώνες με επώνυμες ποικιλίες που κατέχουν έκταση 58.000 στρεμμάτων, τέτοια δέντρα φθάνουν μόλις το 9%. 'Ετσι το σύνολο σχεδόν της παραγωγής που φθάνει το 91 % προέρχεται από ανεμβολίαστα δένδρα, δηλαδή δένδρα που βρίσκονται μεμονομένα ή κατά συστάδες.
            Αυτό το μεγάλο ποσοστό των καλλιεργειών βρίσκονται σε ορεινές περιοχές και σε μη οργανωμένη επιχειρηματική βάση. Συγκεκριμένα, βάση στοιχείων της ΕΣΥΕ το 62% της παραγωγής βρίσκεται σε ορεινές ζώνες (>500m ύψος) που είναι πιο προβληματικές με εκτατικά δημογραφικά προβλήματα, το 20% σε ημιορεινές ζώνες και το 18% σε πεδινές. Το μέγεθος του προβλήματος στην παραγωγή του καρυδιού και της εμπορίας του αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το μέγεθος της παραγωγής φέρεται σε ανεμβολίαστα δένδρα σποροφυτικού πληθυσμού που λιπαίνονται σπάνια, δεν προστατεύονται από ασθένειες και εχθρούς και επαγωγικά δίνουν χαμηλές παραγωγές. Επίσης η παντελής έλλειψή των καλλιεργητικών φροντίδων κάνει οικονομικά ασύμφορη την εκμετάλλευση των υπαρχόντων καρυδεώνων μια και η συγκομιδή, η αποφλοίωση και η εξαγωγή της ψίχας γίνεται χειρονακτικά, ενώ τέλος η ξήρανση λαμβάνει μέρος στην ύπαιθρο, γεγονός που κάνει το καρύδι, μη εμπορεύσιμο σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν για παράδειγμα λόγω οξείδωσης επέρχεται ταγκάδα στην ψίχα ή όταν το χρώμα της ψίχας δεν είναι λευκό και το καρύδι υποβαθμίζεται ποιοτικά.
            Η παραγωγή διατίθεται στην εσωτερική αγορά με σταθμισμένη τιμή παραγωγού για το 1994 τις 443 δρχ. Σύμφωνα με τους εμπόρους ξηρών καρπών, οι ρυθμοί αύξησης της κατανάλωσης του καρυδιού είναι σταθεροί και συμβαδίζουν με την πορεία της λιανικής τιμής. Η μέση τιμή της δεκαετίας 1985-1995 είναι για την καρυδόψιχα 5.000 δολ./τον. και 1.400 δρχ./κιλό, ενώ λόγω των εισαγωγών (2.000 τόν./έτος καρυδόψιχας) η λιανική τιμή του έτους 1995 ήταν 1.700-2.000 δρχ./κιλό, ανάλογα με την ποιότητα και την προέλευση.
            Η ποιότητα καθορίζεται από το σχήμα, το μέγεθος και το χρώμα. Κατηγορίες  για το σχήμα είναι : α) μισά ή πεταλούδες, β) τέταρτα, γ) κομμάτια, ενώ για το χρώμα  : α) λευκό, β) κεχριμπάρι και γ) σκούρο.
            Η Ελλάδα, σύμφωνα με το Υπουργείο Εμπορίου, είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη σε κατανάλωση ξηρών καρπών με κατά κεφαλήν κατανάλωση 3 kgr ετησίως και ο ετήσιος τζίρος του κλάδου επεξεργασίας, τυποποίησης και εμπορίας ξηρών καρπών και αποξηραμένων φρούτων υπερβαίνει τα 500 δις δραχμές, ενώ η αναλογία του καρυδιού στο πιο πάνω ποσό ποσοστιαία αγγίζει το 12-14%. Πρώτη θέση στην αγορά των ξηρών καρπών κατέχει το αμύγδαλο και το καρύδι λόγω της χρήσης τους στην ζαχαροπλαστική (Περιοδικό Ξηρός Καρπός, Αφιέρωμα Δεκέμβριος 1995).
            Οπως αναφέρθηκε η εγχώρια παραγωγή είναι πολύ μικρή και εισάγονται καρύδια στην ελληνική αγορά από την Ινδία, την Μολδαβία, την Κίνα, την Αμερική, κ.ά. Το εγχώριο καρύδι, είναι ιδιαίτερα νόστιμο σε γεύση αν και μερικές φορές υποβαθμισμένο ποιοτικά, φαίνεται ότι σ'αυτό συντείνουν η απουσία χημικών ουσιών κατά την παραγωγή όσο και την επεξεργασία π.χ. συντηρητικά, κάτι που το κάνει όμως, το μοναδικό φυσικό προϊόν που φθάνει στον καταναλωτή. Ωστόσο η τιμή του παραμένει πολύ ακριβή, κυρίως λόγω πιέσεων που ασκούνται λόγω της μείωσης της παραγωγής του κατά το 24%, έτσι κατά την πενταετία 1990-1995 η αύξηση λόγω ανακατάταξης μέσων τιμών έφτασε 120% με ποσοστιαία αύξηση για το έτος 1994 - 1995, ενός 10%.
            Βάση της διαμορφωθήσας κατάστασης που έχει ως εξής :
Ι) Απελευθέρωση εισαγωγών της τελευταίας 5ετίας είχε ως αντίκτυπο σε απελευθέρωση των τιμών από εισαγωγή φθηνών προϊόντων από Ιράν, Τουρκία, Κίνα και πρώην χώρες κράτη της Ε.Σ.Σ.Δ.
ΙΙ) Με αριθμό 16Ι1992 Αγορανομική Διάταξη προγραμματίστηκε μετάταξη και ξηρών καρπών, όπως και άλλων τροφίμων στα πλαίσια της απελευθέρωσης της αγοράς στην κατηγορία των μη ελεγχομένων αγορανομικά ειδών. Αυτό το γεγονός, σε σχέση με την απελευθέρωση εισαγωγών, συντέλεσε αποφασιστικά σε πάγωμα τιμών, ενώ πρώτα ίσχυε το άρθρο 5 του κεφαλαίου 1 της υπ'αριθμόν 14Ι89 κωδικοποιημένης αγορανομικής διάταξης που προέβλεπε καθαρό κέρδος 6% για τις βιομηχανίες και 8% για βιοτεχνίες.
ΙΙΙ) Εισαγωγή φθηνών ξηρών καρπών έπληξε την εγχώρια παραγωγή ακόμα και σε περιοχές που θεωρούνταν ως παραδοσιακές στο είδος τους.
IV) Σταθερή αύξηση ετησίως κατανάλωσης ξηρών καρπών που κυμαίνεται σε 2-4% για θερινούς μήνες το minimum και τους υπόλοιπους μήνες ιδιαίτερα τις γιορτές Χριστουγένων και το Πάσχα το maximum.
Το Υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωσε μέτρα (Ανοιξη 1996) και με έγκριση υπ'αριθμό Ε(95)2590Ι23-10-93 απόφαση Επιτροπής Ευρωπαϊκής 'Ενωσης για το Διορθωτικό Πρόγραμμα στον τομέα των οπωροκηπευτικών με το ποσό των 32,3 εκατομμυρίων ECUS και συμμετοχή της Κοινότητας 24,15 εκ. ECUS (ποσοστό 75%) κατά τη διάρκεια περιόδου 3 ετών από την έγκρισή του από την Ευρωπαϊκή 'Ενωση.
            Συγκεκριμένα στο παραπάνω πρόγραμμα περιλαμβάνονται για την καρυδιά: αναδιάρθρωση και επέκταση καλλιέργειας φυτειών καρυδιάς.
            Το μέτρο αφορά εγκατάσταση νέων σύγχρονων δενδρώνων σε συνολική έκταση 11.780 στρ. για παραγωγή καρπού με κέλυφος.
            Η εγκατάσταση νέων φυτειών θα γίνει :
Ι) με αναδιάρθρωση παλαιών φυτειών καρυδιάς σε έκταση 2.000 στρ.
ΙΙ) σε αντικατάσταση ετησίων καλλιεργειών με επέκταση της καρυδιάς σε 5.000στρ.
            Στόχοι είναι : α) Ο εκσυγχρονισμός των καλλιεργειών με τη δημιουργία κανονικών δενδρώνων ελάχιστης έκτασης 2,5 στρ., β) η μείωση του κόστους παραγωγής με την εκμηχάνιση της καλλιέργειας και της συλλογής των καρπών, γ) η βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων με τη χρησιμοποίηση καταλλήλων ποικιλιών προσαρμοσμένες στις εδαφοκλιματολογικές συνθήκες των διαφόρων παραγωγικών περιοχών, δ) η δυνατότητα σύστασης ομάδας παραγωγών
για την τυποποίηση και διάθεση των προϊόντων και ε) η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά (Περιοδικό Ξηρός Καρπός, Δεκέμβριος 1995).
            Σε όλα τα παραπάνω συντέλεσε η ερευνητική προσπάθεια που γίνεται στο Σταθμό Γεωργικής 'Ερευνας Βαρδατών Φθιώτιδας, στον τόπο που εκπονήθηκε η παρούσα εργασία.
            Από το 1930 λειτουργεί στις Βαρδάτες της Λαμίας το Πρότυπο Κρατικό Κτήμα που είναι σήμερα γνωστό ως Σταθμός Γεωργικής 'Ερευνας Βαρδατών (Σ.Γ.Ε.Β.) και υπάγεται στο Εθνικό Ιδρυμα Αγροτικής 'Ερευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.). Από την αρχή προσανατολίσθηκε στην φυτοτεχνική έρευνα. Πρόσφατα η Κεντρική Υπηρεσία εισηγήθηκε την μετατροπή του Σταθμού σε Ινστιτούτο, με σαφώς μεγαλύτερη περιοχή ευθύνης και υπερτατικό χαρσκτήρα. Προβλέπεται να καλύψει εκτάσεις που μέχρι σήμερα δεν καλύπτονται από την πλευρά της Δενδροκομικής έρευνας.
            Σε εξέλιξη βρίσκεται η προσπάθεια δημιουργίας Τράπεζας Γενετικού Υλικού στα πλαίσια του προγράμματος «Ξηροί Καρποί». Η έδρα της Τράπεζας είναι η Καζέρτα της Ιταλίας και στόχος η δημιουργία καλυτέρων ποικιλιών τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς την ποιότητα.
            Η προσπάθεια είναι αδιάκοπη και παρά τις σαφείς δυσκολίες τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά. Πρόκειται για ένα ζωντανό 'Ιδρυμα τόσο στον τομέα της δενδροκομίας όσο και σε αυτό των μεγάλων καλλιεργειών που έχουν μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον για τους παραγωγούς της περιοχής.
            Στην αρχή κάθε χρόνου ο Σταθμός αναλαμβάνει να ενημερώσει τους καλλιεργητές για τα θέματα που τους απασχολούν, ενώ καταρτίζει και τα προγράμματα ψεκασμών και λίπανσης για τους συνεταιρισμούς.
            Τα περιθώρια βελτίωσης είναι σημαντικά και η χώρα μας πρέπει οπωσδήποτε να εξασφαλίσει μερίδιο στην Ευρωπαϊκή αγορά, ξεπερνώντας την δυσπιστία και βέβαια αξιοποιώντας τα υπάρχοντα Κοινοτικά προγράμματα.
            'Ενα τέτοιο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα που έχει ως στόχο την γενετική βελτίωση της καρυδιάς, της αμυγδαλιάς και της φιστικιάς στις μεσογειακές χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, το ονομαζόμενο «Ξηροί Καρποί» (Fruits Secs) τελείωσε την 5ετή πορεία του το 1995. Ο Σ.Γ.Ε. Βαρδατών έλαβε μέρος και μάλιστα φιλοξένησε την σύσκεψη για τον απολογισμό των προσπαθειών, όπου συμμετείχαν ερευνητές από όλες τις χώρες που παίρνουν μέρος στο πρόγραμμα, δηλαδή την Γαλλία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα. «Το πρόγραμμα παρέχει στην Ελλάδα τη δυνατότητα τόσο για βελτίωση της παραγωγής όσο και για τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων επεξεργασίας και τυποποίησης», σχολίασε ο Γάλλος ερευνητής Dr. Eric Germain. Παράλληλα όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι είναι αναγκαία η διερεύνηση του γενετικού υλικού της ελληνικής καρυδιάς, προκειμένου να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την περαιτέρω βελτίωση των ήδη εκλεκτών ποικιλιών της.
            Η μέχρι τώρα συνεργασία των ερευνητικών Ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο πρόγραμμα επιτρέπει κάθε αισιοδοξία για ακόμα θετικότερα αποτελέσματα στο μέλλον. Η εμπειρία έδειξε ότι η διαφορά τελικά της Ελλάδας από τις άλλες χώρες του προγράμματος εντοπίζεται όχι τόσο στην ποιότητα και το είδος των καλλιεργειών, όσο στην οργάνωση της παραγωγής και στην αντιμετώπιση των επιχειρήσεων επεξεργασίας και τυποποίησης από την πολιτεία. Υπάρχει βέβαια πάντα η ενίσχυση της Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας (FAO - Food and Agriculture Organisation) της διεθνούς υπηρεσίας του Ο.Η.Ε. που έχει ως στόχο την προώθηση της γεωργίας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Καμία εξωτερική ενίσχυση όμως δεν είναι δυνατόν να αντικαταστήσει ούτε το πλημμελές χρηματοπιστωτικό σύστημα, ούτε την έλλειψη συντονισμού της παραγωγής, αλλά ούτε και την παντελή απουσία κινήτρων για την συσπείρωση του κλάδου.
            Η σχετικά χαμηλή απόδοση, σήμερα, του κλάδου θα βελτιωθεί μόνο εάν εξασφαλισθούν οι προϋποθέσεις για αντιμετώπιση του ανταγωνισμού, δηλαδή ο εκσυγχρονισμός και ο προγραμματισμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, η οργάνωση και ο τεχνικός εξοπλισμός των βιοτεχνιών, η οργάνωση και η μείωση του κόστους παραγωγής. Η ορθή αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, μαζί με την εσωτερική υποστήριξη της παραγωγής είναι ο ασφαλέστερος και ίσως ο μοναδικός τρόπος για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα του κλάδου.
            Ο Σ.Γ.Ε. Βαρδατών  συνεργάζεται με αρκετές περιφερειακές μονάδες του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. πάνω σε ερευνητικά προγράμματα και πειράματα, όπως το Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας (καρυδιά - αμυγδαλιά), το Ινστιτούτο Προστασίας Φυτών Βόλου (βακτηρίωση, ανθράκνωση καρυδιάς πρόγραμμα ΝΟΙΧ U.E.), το Ινστιτούτο Εδαφολογίας Αθηνών (πρόγραμμα ENVIREG), το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών και Βοσκών Λάρισας (πειραματικοί μηδικής και φασολιών) καθώς και με το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο (καρπόκαψα της καρυδιάς, παρακολούθηση πτήσεων αρρένων και χρήση παγίδων φερορμόνης και καταπολέμηση με φιλικά προς το περιβάλλον εντομοκτόνα . Ιδιαίτερα οι δραστηριότητες του Σ. Γ. Ε. Β. κυρίως πάνω στην καρυδιά είναι πολλές και αξιόλογες :
 α) Εγκατάσταση συλλογών αξιολόγησης όλων των παραγωγικών ποικιλιών.
 β) Εντοπισμός, επιλογή και εγκατάσταση σε συλλογές αξιολόγησης των καλυτέρων δένδρων καρυδιάς από τους τοπικούς πληθυσμούς όλης της χώρας (πρόγραμμα Fruits Secs).
 γ) Δημιουργία της πλαγιόκαρπης και με πολύ καλά χαρακτηριστικά ποικιλίας ΗΛΙΑΝΑ κατάλληλης για ημιορεινές αλλά και πεδινές περιοχές.
 δ) Μελέτη σε συνεργασία με άλλα Ευρωπαϊκά ερευνητικά Ιδρύματα (CTIFL Γαλλίας, ISF Ιταλίας, IRTA Ισπανίας, κ.λ.π.) όλων των δυνατοτήτων μηχανοποίησης των εργασιών (συγκομιδή, αποφλοίωση, ξήρανση), διαλογής, σπάσιμου, συντήρησης, τυποποίησης των καρυδιών με το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης ΝΟΙΧ U.E. ε) Δημιουργία μητρικής συλλογής εμβολιοληψίας από επιλεγμένα δένδρα των καλυτέρων διεθνώς ποικιλιών καρυδιάς με αυστηρούς ελέγχους αυθεντικότητας και φυτοϋγείας .
Πίνακας 4 : Χωροταξική κατανομή καλλιέργειας και παραγωγής όπου
                     εντοπίζονται οι ερευνητικές προσπάθειες (1995).

Περιοχή
Ποσοστό % εγχώριας παραγωγής
Παραγωγή σε τόννους καρυδιών με κέλυφος
Πελλοπόνησος
29,1
7.000
Μακεδονία
19,1
4.600
Στερεά Ελλάδα & Εύβοια
14,5
3.500
Ηπειρος
13,7
3.300
Θεσσαλία
10,4
2.500
Κρήτη
6,6
1.600
Νησιά Αιγαίου, Ιονίου & Θράκη
6,25
1.500




Πίνακας 5 : Κατ'έτος παραγωγή (Στοιχεία Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας).

Eτος
Παραγωγή σε τόννους καρυδιών με κέλυφος
1989
24.000
1990
22.900
1991
21.750
1992
23.560
1993
24.500
1994
22.200
1995
24.000



      Ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο αυτό συμπεραίνονται ότι, τα χαρακτηριστικά της ελληνικής παραγωγής καρυδιών είναι τα εξής :
Ι) Παραγωγή κυρίως από σποροφυτικούς πληθυσμούς (περισσότερο από 20.000.000 δένδρα) κατά 70% σε ορεινές περιοχές (υψόμετρο >=500m). Τα τελευταία 15 χρόνια έχουν εγκατασταθεί περίπου 300.000 εμβολιασμένα με εκλεκτές ποικιλίες δένδρα, σε οπωρώνες αρδευόμενους (Πίνακας 4) [Σημ. Μεγαλύτερη παραγωγή σε επίπεδο νομού η Αρκαδία και τα Ιωάννινα).
 ΙΙ) Στις ορεινές περιοχές παρατηρείται μείωση παραγωγής λόγω μείωσης και γήρανσης του γεωργικού πληθυσμού.
ΙΙΙ) Μη εκμηχάνιση καλλιέργειας ιδίως συγκομιδή - αποφλοίωση - ξήρανση - διαλογή λόγω του μικρού μεγέθους των εκμεταλλεύσεων και μη χρησιμοποίηση επιλεγμένων ποικιλιών. [ Η συγκομιδή και αποφλοίωση γίνεται με το χέρι και η ξήρανση στο ύπαιθρο. Η αποφλοίωση καρυδιών που προορίζονται για ψίχα γίνεται με το χέρι εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Τέλος οι οπωρώνες με ανεμβολίαστα δένδρα δεν δέχονται άλλη καλλιεργητική φροντίδα από άρδευση ].
 IV) Οι εδαφοκλιματολογικές συνθήκες πολύ καλές ως άριστες για αρδευόμενη καλλιέργεια, όμως οι απώλειες παραγωγής λόγω ανθράκνωσης, καρπόκαψας και το μεγάλο κόστος συγκομιδής και αποφλοίωσης την κάνουν ασύμφορη. Οι σποροφυτικοί πληθυσμοί της Πελοπονήσου έχουν μεγάλη ευπάθεια στην ανθράκνωση (Ρούσκας, Ρούμπος 1992) που είναι ασθένεια φυλλώματος, προκαλεί φυλλόπτωση, μπορεί να εκμηδενίσει την παραγωγή, δηλαδή μικρής διαμέτρου καρποί και ανεπαρκές γέμισμα ψίχας.
V) Μικρή παραγωγικότητα, με αιτία την έλλειψη καλλιεργητικών φροντίδων (ψεκασμοί, λιπάνσεις) απώλεια 80% της παραγωγής από κακή θρέψη, καρπόκαψα, ανθράκνωση, βακτηρίωση και ζημιά σε ορεινά από όψιμους παγετούς. (Σε ορεινές περιοχές φυτεύθηκαν σποροφυτικοί πληθυσμοί πρώιμης έναρξης βλάστησης με αποτέλεσμα απώλειες από όψιμους παγετούς την Ανοιξη).
VI) Ανεπαρκής πληροφόρηση σε επίπεδο παραγωγού. Η ποιότητα της κύριας παραγωγής από σπορόφυτα ποικίλει από κακή ως άριστη με διαφορές στο μέγεθος μεγάλες, δηλαδή από 8gr ως και 22gr. Λόγοι, η μικρή εγκατάσταση άρα το μικρό οικονομικό ενδιαφέρον και η μη οργάνωση της παραγωγής (συνεταιρισμοί, εταιρείες) άρα μηδαμινή η πρόσβαση στην πληροφόρηση.
VII) Κακή ξήρανση. Στις ορεινές περιοχές η συγκομιδή γίνεται με θερμοκρασίες <25οC και αυξημένη ατμοσφαιρική υγρασία άρα όχι ταχεία ξήρανση και υποβάθμιση της ποιότητας. Στις πεδινές η συγκομιδή γίνεται νωρίς (Σεπτέμβριος), με υπερβολική ξήρανση (4-7% υγρασία αέρα) άρα επίσης υποβάθμιση.
VIII) Κακή συντήρηση. Οι χώροι αποθήκευσης δεν είναι κατάλληλοι (κακός εξαερισμός και υγρασία άρα υποβάθμιση) (Ρούσκας - Ρούμπος,1992).

            Λόγω της αναμενόμενης ανάπτυξης της αγοράς του καρυδιού, πρέπει η Ελλάδα να προσαρμόσει την έρευνα στις ανάγκες και τα προβλήματα της ώστε να ανταγωνιστεί τις μεγάλες εξαγωγικές δυνάμεις (Κίνα, Η.Π.Α., Γαλλία, κ.λ.π).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.