.
Αρχική Φυτώριο Καλλιέργεια Φωτογραφίες Ποικιλίες Video Επκοινωνία

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Επικονίαση και γονιμοποίηση

Αν και όλες οι ποικιλίες της καρυδιάς είναι αυτογόνιμες και σταυρογόνιμες, μερικές παρουσιάζουν κάποιο βαθμό αυτοστερότητας, λόγω του φαινομένου της διχογαμίας, δηλαδή πρωτογυνία ή συνηθέστερα πρωτανδρία. Μ'άλλα λόγια τα αρσενικά με τα θηλυκά άνθη δεν ωριμάζουν συγχρόνως και η γύρη διασκορπίζεται είτε πριν τα θηλυκά άνθη είναι υποδεκτικά γονιμοποίησης (πρωτανδρία) είτε μετά το τέλος της υποδεκτικότητάς τους (πρωτογυνία). Αυτό το φαινόμενο μειώνει την αναλογία των θηλυκών ανθέων που είναι αυτογόνιμα και κατά συνέπεια την παραγωγική δυναμικότητα του δένδρου.
            Ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλισθεί επαρκής γονιμοποίηση, είναι να εξασφαλισθεί σταυρογονιμοποίηση, με την φύτευση δύο η περισσοτέρων ποικιλιών. Με την φύτευση μίας ποικιλίας, που την απελευθερώνει όψιμα, θα εξασφαλισθεί γύρη καθ’όλη την περίοδο υποδεκτικότητας των θηλυκών και για τις δύο ποικιλίες. Στους νεαρούς καρυδεώνες έχει παρατηρηθεί ότι η επικονίαση είναι αποτέλεσμα από ένα καλό γυρεοδότη, μέχρι απόστασης 165-200m ενώ στους παραγωγικούς μεγάλης ηλικίας καρυδεώνες, όπου τα δένδρα, λόγω της αύξησης της κομής τους πυκνώνουν, η γύρη δεν μεταφέρεται τόσο ελεύθερα μέσα στον καρυδεώνα και η απόσταση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 65-100 m (Ποντίκης 1987)

            Η γύρη της καρυδιάς φαίνεται να χάνει τη ζωτικότητάς της σε μία εβδομάδα ή λιγότερο σε θερμοκρασία δωματίου. Κατά τον Forde (1975) γύρη του είδους J. regia έχει συντηρηθεί σε 0οC και 40% σχετική υγρασία. Γύρη που συντηρήθηκε κατ’αυτόν τον τρόπο παρήγαγε καρπούς όταν χρησιμοποιήθηκε σε ένα μήνα, όμως δεν διατηρεί τη ζωτικότητά της μέχρι την επόμενη βλαστική περίοδο. Κατά τους Giriggs et al (1971 ) και Forde και Giriggs (1972) η γύρη του είδους J. regia διατηρεί τη ζωτικότητά της, τουλάχιστον για ένα χρόνο στους -19ο C.

Ιστορική αναδρομη

ΓΕΝΙΚΑ  ΓΙΑ  ΤΗΝ  ΚΑΡΥΔΙΑ        
    Το καρύδι είναι από τους πιο δημοφιλείς, υγιεινούς και θρεπτικούς ξηρούς καρπούς και υλικά για ζαχαροπλαστική. Η βασιλική καρυδιά (Juglans regia), κατά την τελευταία χιλιετηρίδα, από την Περσία - το φυσικό της χώρο όπου αυτοφύεται - επεκτάθηκε σε όλες τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις του κόσμου. Αν και οι σποροφυτικοί πληθυσμοί δέντρων καλλιεργούνται ακόμα, η τακτική των εμβολιασμένων σε υποκείμενα εμπορικών ποικιλιών γίνεται πιο συχνή. Η επιλογή αυτών των ποικιλιών με βάση την πρόοδο στη βιοτεχνολογία, την αντοχή σε ασθένειες την εύκολη μετασυλλεκτική διαχείριση και την μεταποίηση θα φέρει μελλοντικά μεγάλη ανάπτυξη στην καλλιέργεια. Η παραλλακτικότητα των ποικιλιών επιτρέπει στο δέντρο να ευδοκιμήσει και να παράγει ικανοποιητικά σε ορεινές κρύες περιοχές ως και ζεστές πεδινές. Τα καρύδια ποικίλουν από μικρά, σκληρού κελύφους καρπούς, σε μεγάλους, λεπτού κελύφους και χρώματά ψίχας από μαύρο σε ανοιχτό καστανό και υποκίτρινο. Η ανθεκτικότητα σε έντομα και ασθένειες, έχει μελετηθεί λίγο, αλλά η ποικιλότητα της ανθεκτικότητας αυτής ίσως είναι μεγάλη για το σποροφυτικό πληθυσμό. Αυτός ο πληθυσμός μαζί με τα συγγενή είδη της Juglans regia χρησιμοποιούνται συχνά σαν υποκείμενα και είναι ζωτικής φύσης πηγή γονιδίων σε επίπεδο γενετικής βελτίωσης.
            Το καρύδι ανήκει στο γένος Juglans που έχει δένδρα και μεγάλους θάμνους με βλαστούς που έχουν διαμερισματοποιημένη την εντεριώνη, μεγάλα αρωματικά σύνθετα φύλλα, γενικότερα μονήρεις στημενοφόρους ιούλους σε βλαστούς του προηγούμενου έτους, δηλαδή ξυλοποιημένους, και θηλυκά άνθη σε βλαστούς του έτους. Ο σχηματισμένος καρπός είναι δρύπη ψευδής, με περικάρπιο δερματοποιημένο και ξυλοποιημένο ενδοκάρπιο που περικλείει το εδώδιμο μέρος που είναι το έμβρυο, και το περίβλημα του σπέρματος. Το έμβρυο περιλαμβάνει τα βλαστίδιο, το ριζίδιο και δύο κοτυλυδόνες (Rodriguez et al,1989).
            Τα περισσότερα είδη του γένους Juglans δίνουν καλής ποιότητας ξύλο ενώ αρκετά έχουν ως εδώδιμο τμήμα τον καρπό, αφού αυτός υποστεί αποξήρανση.
            Το γένος Juglans περιέχει 20 περίπου είδη (Maning 1978) συγγενή, σε μέρη της Βόρειας Αμερικής, τις περιοχές των Ανδεων της Νότιας Αμερικής και την ορεινή περιοχή στα κεντρικά της Ασίας. Αυτά τα είδη ταξινομήθηκαν σε τέσσερις κατηγορίες, βάσει της γεωγραφικής τους κατανομής : Juglans Μann, Τrachycaryon Dode ex Μann, Cardiocaryon Dode και Rhysocaryon Dode (Manning 1978).
            Κατά τους Germain et al (1973) και Luna Llorente (1979) το γένος Juglans, που στην τάξη Juglandales και την οικογένεια Junglandaclac έχει 3 ομάδες ειδών :
     (Ι) Κοινή καρυδιά : J. regia L.
     (ΙΙ) Μαύρη καρυδιά : J. nigra L, J. hindsii Jeps, J. Californica Watcon,
                                       J.major Hellen και J. rupestris Engelm.
   (ΙΙΙ) Γκρι και λευκή καρυδιά : J. cinerea L, J. sieboldiana Maxim, J.
                                           cataylusis Dode και J. manchurica Maxim.

            Επίσης αμερικανική καρυδιά λέγεται και η ομάδα των Caraya. Αναλυτικά οι περιοχές από τις οποίες προέρχεται το κάθε είδος δίνονται στις εικόνες 1, 2 και 3.


Εικόνα 1 : Φυσική εξάπλωση των ειδών Juglans, των ιθαγενών της Ασίας.

Εικόνα 2 : Φυσική εξάπλωση των ειδών Juglans, των ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής.

Εικόνα 3 : Φυσική εξάπλωση των ειδών Juglans, των ιθαγενών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.


            Τη σημαντική συμμετοχή του δέντρου στην ζωή των ανθρώπων αποδεικνύουν οι αναφορές συγγραφέων στον καρπό ή το δένδρο της καρυδιάς, από τα αρχαία χρόνια. Από απολιθωμένα φύλλα καρυδιάς που βρέθηκαν στην Προβηγκία, συνάγεται ότι κατά την προϊστορική εποχή ήταν αυτοφυής και στην Δυτική Ευρώπη. Ο Θεόφραστος που έζησε τον 4ο π.Χ. αιώνα, στο έργο του  << Φυτών αιτίαι και φυτών ιστορίαι >> αναφέρει ότι η καρυδιά ήταν δασικό φυτό που βελτιώθηκε από τον άνθρωπο με την καλλιέργεια. Πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι την εποχή αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Αθήναιος << Κάρυα εκάλουν πάντα τα ακρόδρυα (ξηροί καρποί) κα τας αμυγδάλας και τα νυν καστάνεα >>. Αλλά στην κοινή καρυδιά φαίνεται να αναφέρεται η << Κάρυα η άγρια >> (Φυτών ιστορίαι 3,2,3), η << Περί την Μακεδονία καρύα >> καθώς και η << Περσική καρύα >>. Η << Καρύα η ευβοϊκή >> πιθανότατα αναφέρεται σε είδος βελανιδιάς και η << Κάρυα δε Ηρακλεώτικη >> στην φουντουκιά την οποία << Θαμνώδη ποιούσι κατακόπτοντες >>.
            Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή φαίνεται ότι γινόταν καλλιέργειά της στην Ιταλική χερσόνησο γιατί μνημονεύεται συχνά σε ποιήματα του Βιργιλίου και του Οβίδιου. Πιστεύεται μάλιστα ότι τα καρύδια τα χρησιμοποιούσαν στην ιατρική σαν φάρμακο κατά της τεριδόνας και το περικάρπιο για βαφή των μαλλιών. Τέλος κατά τον De Canololle (1788-1841 ) απαντιόνταν σαν αυτοφυή απο την Ανατολική εύκρατη Ευρώπη μέχρι την Ιαπωνία.
            Οπως αναφέρει ο Πλίνιος τον 1 ο αιώνα μ.Χ. το όνομα "βασιλική καρυδιά, "Juglans regia" προέρχεται ετυμολογικά από τη λέξη Jovis και Glaus, δηλαδή Δίας και αδένες ή αλλιώς Θεϊκοί ή βασιλικοί αδένες. Το παράξενο είναι ότι αναφορές υπάρχουν για το ίδιο δένδρο με δύο διαφορετικούς προσδιορισμούς την καρυδιά την κοινή και την καρυδιά την βασιλική. Αλλοι συγγραφείς προσδίδουν το όνομα «κάρυα»  ή καρυδιά σε άλλες ιδιότητες του δένδρου, όπως ο Πλούταρχος που αναφέρει ότι επειδή η σκιά του δένδρου ήταν βαριά έφερνε πόνο στο κεφάλι (κάρυο) σε όσους κοιμούνταν από κάτω.
            Πολλές αναφορές ήταν και αυτές οι οποίες στηρίζονταν στις χρήσεις των προϊόντων του δένδρου, σε νεότερους και παλαιότερους συγγραφείς. Η χρήση παραδείγματος χάριν του ελαίου του καρυδιού στην σαπωνοποιία, την φαρμακευτική, την ζαχαροπλαστική, την αρωματοποιία και σαν βάση καλλυντικών. Τα φύλλα του δένδρου έχουν στυπτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται ακόμη σε ιπποφορβεία, το απόσταγμά τους για την προστασία από τσιμπούρια. Το εξωτερικό περικάρπιο όταν είναι χλωρο-πράσινο δίνει πράσινη φυτική βαφή ενώ αν ωριμάσει δίνει καφέ, λέγεται μάλιστα ότι από αυτή την καφέ βαφή είχε χρωματιστεί και ο μανδύας του Χριστού.
            Μία βασική ιδιότητα του καρυδιού ήταν και η φαρμακευτική, ο Διοσκουρίδης αναφέρει ότι ένας άριστος συνδυασμός από καρύδια με σύκα και απήγανο, αποτελούν αντίδοτο κατά δηλητηριάσεων.
            Σε μία ιστορική αναδρομή σε αρχαία και νεότερα κείμενα θα διαβάσουμε και χρήσεις του ξύλου της καρυδιάς. Ο Βάρναλης στην «Απολογία του Σωκράτη» γράφει : «να φτιάξω και το κιβούρι μου απ'καρυδόξυλο». Στην Παλαιά Διαθήκη στη Γένεση : «Και έλαβε εις εαυτόν ο Ιακώβ ράβδου χλωράς εκ λεύκης και καρύας και πλατάνου» με αυτά τα κλαδιά ο Ιακώβ έπιανε τα "ποίμνια" που έρχονταν να πιουν νερό στα ποτάμια. Από τη λαϊκή μας παράδοση αναφέρεται σε δημοτικό τραγούδι «Τι έχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρ». Η ίδια χρήση του ξύλου υπάρχει και στις «Αληθείς ιστορίες» του Λουκιανού : «Είδομε κατόπιν των Κολοκυνθοπειρατών προσπλέοντας τους Καρυοναύτας».
            Η πιο ειδυλλιακή όμως αναφορά είναι και η πιο κάτω σε απόσπασμα από το «Ασμα Ασμάτων» του Σολωμόντα : «Κατέβων εις τους κήπους των καρύων δια να ιδώ την χλόην της κοιλάδος, να ίδω εάν εβλάστησε η άμπελος και εξηνθήσαν αι ροϊδιαί».
            Ολα τα παραπάνω δείχνουν την σπουδαιότητα του είδους της βασιλικής καρυδιάς και των προϊόντων της για τους ανθρώπους τότε, χωρίς να υποβαθμιστεί η σπουδαιότητα της ακόμη και σήμερα. Το ξύλο της μας δίνει καταπληκτικές δημιουργίες στην επιπλοποιία και ο καρπός δίνει έμπνευση για ανάλογες στην ζαχαροπλαστική και μαγειρική. Γνωστές είναι οι ελληνικές καρυδόπιτες, τα καρυδάτα και μοναδικές οι γεύσεις της γαλλικής κουζίνας που το χρησιμοποιεί σαν γέμιση σε άσπρο κρέας και σε σαλάτα με μαρούλι και αβοκάντο.


Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Δενδρύλλιο καρυδιάς

Δενδρύλλιο  καρυδιάς  τεσσάρων (4)  μηνών εγκαταστημένο   σε  φυτεία  καρυδιάς . Η φύτευση  έγινε  δύο (2)  μήνες  μετά  τον εμβολιασμό  και  "έδεσε"  καρπό  άμεσα.  

Καλλιέργεια καρυδιάς

Η   καλλιέργεια  της  καρυδιάς  έχει  δυο  στόχους:
1.  Την  παραγωγή  καρπού  όπου  χρησιμοποιούνται   εμβολιασμένα  δενδρύλλια  συνήθως  ποικιλίες  Καλιφόρνιας  ή  Γαλλικές
2.  Την  παραγωγή  ξύλου  και  καρπού  όπου  χρησιμοποιούνται  σπορόφυτες  ντόπιες  καρυδιές

Καρυδεώνας  παραγωγού  Πάσχου  Ηλία (γεωπόνου) Τύρναβος  Λαρίσας  (8  ετών)













Ποικιλία  chandler
Εμφανής  πλαγιοκαρπία
ΠΟΙΚΙΛΙΑ  ΤΣΑΝΤΛΕΡ