.
Αρχική Φυτώριο Καλλιέργεια Φωτογραφίες Ποικιλίες Video Επκοινωνία

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013


ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΡΥΔΙ - ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
 ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΡΥΔΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

            Η Ελλάδα με παραγωγή 18.000 τον. καρυδιών με κέλυφος κατά μέσο όρο, είναι η Τρίτη παραγωγός χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση μετά τη Γαλλία και την Ιταλία. Σ'αυτή την παραγωγή σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής υπηρεσίας πρέπει να προστεθεί μία παραγωγή 4.000 τον, καρυδιών με κέλυφος που προέρχεται από την παραγωγή πολυπληθών ερασιτεχνών καλλιεργητών καρυδιάς η οποία παραγωγή αυτοκαταναλώνεται. Η παραγωγή αυτή χαρακτηρίζεται από 2 κατηγορίες τελείως διαφορετικές στην Ελλάδα, από τη μία οι νέοι μοντέρνοι καρυδεώνες οι οποίοι προοδευτικά αυξάνουν και αποτελούνται κυρίως από πλαγιόκαρπες ποικιλίες και από την άλλη οι παραδοσιακοί καρυδεώνες από ανεμβολίαστα δένδρα καθώς και από διάσπαρτα ανεμβολίαστα δένδρα. Παρά τη σημαντική παραγωγή της χώρας, η Ελλάδα κάνει εισαγωγή καρυδιού, κυρίως υπό μορφή καρυδόψιχας.
            Οι εδαφοκλιματικές συνθήκες είναι πολύ ευνοϊκές σε περισσότερες περιοχές για αρδευόμενες καλλιέργειες καρυδιάς. Επίσης οι θερμοκρασίες είναι γενικά ευνοϊκές κατά τη συγκομιδή και για την ξήρανση της παραγωγής πιο πολύ σε πεδινά και ημιορεινά και λιγότερο σε ορεινά εδάφη. Σε γενικές γραμμές η σχετική υγρασία αέρα διατηρείται αρκετά χαμηλή κατά την συγκομιδή και περιορίζει την ανάπτυξη μυκητολογικών ασθενειών. Επίσης γενικά η υγρασία είναι αρκετά  χαμηλή και  περιορίζεται έτσι η ζημιά από την βακτηρίωση. Στη μείωση αυτών των ζημιών συμβάλουν και τα ασβεστολιθικά εδάφη (βλ. Charlot etal 1988) τα οποία σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές περιορίζουν σημαντικά τις βακτηριώσεις (Ρούσκας 1995) (Πίνακας 2).
            Παρόλες τις ευνοϊκές συνθήκες πρέπει να τονισθεί ότι η παραδοσιακή καλλιέργεια της καρυδιάς είναι καταδικασμένη οικονομικά και προβλέπεται εγκατάληψή της στο μέλλον. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μεταξύ 1981-1991 το 19% των μεμονομένων δένδρων ξεριζώθηκε. Αντίθετα σε νέους οπωρώνες η εντατική καλλιέργεια με εκλεκτής ποιότητας παραγωγικές ποικιλίες φαίνεται ότι έχει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας κυρίως με μία καλή στρατηγική η οποία θα αποβλέπει στην αύξηση του μεγέθους των εκμεταλλέυσεων ώστε να επιτευχθεί πιο εύκολα η εκμηχάνιση των εργασιών και κυρίως της συγκομιδής και μεταποίησης (Πίνακας 3).

Πίνακας 2 : Συμμετοχή της καλλιέργειας καρυδιάς (εντατικοί καρυδεώνες, μεμονομένα δένδρα, παραγωγή) για το 1991 και εξέλιξη (%) των εγκατεστημένων δένδρων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1981-1991 σε εκτάσεις ορεινές, ημιορεινές και πεδινές (πηγή ΕΣΥΕ).

Ύψος
Οπωρώνες Καρυδιάς
Μεμονομένα
    δένδρα
Συνολική
Παραγωγή
Καρυδιών με
Κέλυφος σε
Τόννους

Εκτάρια του 1991
Επί τοις εκατό (%) εξέλιξη 1981-1991
Δένδρα σε χιλλιάδες (000) 1991
Επί τοις εκατό (%) εξέλιξη 1981-1991
Δένδρα σε χιλλιάδες (000) 1991
Επί τοις εκατό (%) εξέλιξη 1981-1991
1991
Επί τοις εκατό (%) εξέλιξη 1981-1991
Ορεινά πάνω από 500m
5,519
+3,1
583
-5,5
1,382
-18,3
13,537
-11,9
Ημιορεινά από 500m ως 200m
1,078
-14,8
129
-2,3
308
-14,0
4,399
-15,3
Πεδινά κάτω από 200m ως 0m
755
-21,5
100
-23,7
205
-30,0
4,214
-26,2
ΣΥΝΟΛΟ
7,352
-3,1
812
-7,7
1,895
-19,1
22,150
-15,7


            Η Ελλάδα όπως προαναφέρθηκε, αν και έχει αρκετά μεγάλη παραγωγή σε καρύδια και μάλιστα καλής ποιότητας λόγω εδαφοκλιματικών συνθηκών, εισάγει ετησίως 5.000-7.000 τον. Ο λόγος για αυτή την κατάσταση στη ελληνική εμπορία καρυδιού είναι ότι στους οργανωμένους εμπορικούς καρυδεώνες με επώνυμες ποικιλίες που κατέχουν έκταση 58.000 στρεμμάτων, τέτοια δέντρα φθάνουν μόλις το 9%. 'Ετσι το σύνολο σχεδόν της παραγωγής που φθάνει το 91 % προέρχεται από ανεμβολίαστα δένδρα, δηλαδή δένδρα που βρίσκονται μεμονομένα ή κατά συστάδες.
            Αυτό το μεγάλο ποσοστό των καλλιεργειών βρίσκονται σε ορεινές περιοχές και σε μη οργανωμένη επιχειρηματική βάση. Συγκεκριμένα, βάση στοιχείων της ΕΣΥΕ το 62% της παραγωγής βρίσκεται σε ορεινές ζώνες (>500m ύψος) που είναι πιο προβληματικές με εκτατικά δημογραφικά προβλήματα, το 20% σε ημιορεινές ζώνες και το 18% σε πεδινές. Το μέγεθος του προβλήματος στην παραγωγή του καρυδιού και της εμπορίας του αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το μέγεθος της παραγωγής φέρεται σε ανεμβολίαστα δένδρα σποροφυτικού πληθυσμού που λιπαίνονται σπάνια, δεν προστατεύονται από ασθένειες και εχθρούς και επαγωγικά δίνουν χαμηλές παραγωγές. Επίσης η παντελής έλλειψή των καλλιεργητικών φροντίδων κάνει οικονομικά ασύμφορη την εκμετάλλευση των υπαρχόντων καρυδεώνων μια και η συγκομιδή, η αποφλοίωση και η εξαγωγή της ψίχας γίνεται χειρονακτικά, ενώ τέλος η ξήρανση λαμβάνει μέρος στην ύπαιθρο, γεγονός που κάνει το καρύδι, μη εμπορεύσιμο σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν για παράδειγμα λόγω οξείδωσης επέρχεται ταγκάδα στην ψίχα ή όταν το χρώμα της ψίχας δεν είναι λευκό και το καρύδι υποβαθμίζεται ποιοτικά.
            Η παραγωγή διατίθεται στην εσωτερική αγορά με σταθμισμένη τιμή παραγωγού για το 1994 τις 443 δρχ. Σύμφωνα με τους εμπόρους ξηρών καρπών, οι ρυθμοί αύξησης της κατανάλωσης του καρυδιού είναι σταθεροί και συμβαδίζουν με την πορεία της λιανικής τιμής. Η μέση τιμή της δεκαετίας 1985-1995 είναι για την καρυδόψιχα 5.000 δολ./τον. και 1.400 δρχ./κιλό, ενώ λόγω των εισαγωγών (2.000 τόν./έτος καρυδόψιχας) η λιανική τιμή του έτους 1995 ήταν 1.700-2.000 δρχ./κιλό, ανάλογα με την ποιότητα και την προέλευση.
            Η ποιότητα καθορίζεται από το σχήμα, το μέγεθος και το χρώμα. Κατηγορίες  για το σχήμα είναι : α) μισά ή πεταλούδες, β) τέταρτα, γ) κομμάτια, ενώ για το χρώμα  : α) λευκό, β) κεχριμπάρι και γ) σκούρο.
            Η Ελλάδα, σύμφωνα με το Υπουργείο Εμπορίου, είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη σε κατανάλωση ξηρών καρπών με κατά κεφαλήν κατανάλωση 3 kgr ετησίως και ο ετήσιος τζίρος του κλάδου επεξεργασίας, τυποποίησης και εμπορίας ξηρών καρπών και αποξηραμένων φρούτων υπερβαίνει τα 500 δις δραχμές, ενώ η αναλογία του καρυδιού στο πιο πάνω ποσό ποσοστιαία αγγίζει το 12-14%. Πρώτη θέση στην αγορά των ξηρών καρπών κατέχει το αμύγδαλο και το καρύδι λόγω της χρήσης τους στην ζαχαροπλαστική (Περιοδικό Ξηρός Καρπός, Αφιέρωμα Δεκέμβριος 1995).
            Οπως αναφέρθηκε η εγχώρια παραγωγή είναι πολύ μικρή και εισάγονται καρύδια στην ελληνική αγορά από την Ινδία, την Μολδαβία, την Κίνα, την Αμερική, κ.ά. Το εγχώριο καρύδι, είναι ιδιαίτερα νόστιμο σε γεύση αν και μερικές φορές υποβαθμισμένο ποιοτικά, φαίνεται ότι σ'αυτό συντείνουν η απουσία χημικών ουσιών κατά την παραγωγή όσο και την επεξεργασία π.χ. συντηρητικά, κάτι που το κάνει όμως, το μοναδικό φυσικό προϊόν που φθάνει στον καταναλωτή. Ωστόσο η τιμή του παραμένει πολύ ακριβή, κυρίως λόγω πιέσεων που ασκούνται λόγω της μείωσης της παραγωγής του κατά το 24%, έτσι κατά την πενταετία 1990-1995 η αύξηση λόγω ανακατάταξης μέσων τιμών έφτασε 120% με ποσοστιαία αύξηση για το έτος 1994 - 1995, ενός 10%.
            Βάση της διαμορφωθήσας κατάστασης που έχει ως εξής :
Ι) Απελευθέρωση εισαγωγών της τελευταίας 5ετίας είχε ως αντίκτυπο σε απελευθέρωση των τιμών από εισαγωγή φθηνών προϊόντων από Ιράν, Τουρκία, Κίνα και πρώην χώρες κράτη της Ε.Σ.Σ.Δ.
ΙΙ) Με αριθμό 16Ι1992 Αγορανομική Διάταξη προγραμματίστηκε μετάταξη και ξηρών καρπών, όπως και άλλων τροφίμων στα πλαίσια της απελευθέρωσης της αγοράς στην κατηγορία των μη ελεγχομένων αγορανομικά ειδών. Αυτό το γεγονός, σε σχέση με την απελευθέρωση εισαγωγών, συντέλεσε αποφασιστικά σε πάγωμα τιμών, ενώ πρώτα ίσχυε το άρθρο 5 του κεφαλαίου 1 της υπ'αριθμόν 14Ι89 κωδικοποιημένης αγορανομικής διάταξης που προέβλεπε καθαρό κέρδος 6% για τις βιομηχανίες και 8% για βιοτεχνίες.
ΙΙΙ) Εισαγωγή φθηνών ξηρών καρπών έπληξε την εγχώρια παραγωγή ακόμα και σε περιοχές που θεωρούνταν ως παραδοσιακές στο είδος τους.
IV) Σταθερή αύξηση ετησίως κατανάλωσης ξηρών καρπών που κυμαίνεται σε 2-4% για θερινούς μήνες το minimum και τους υπόλοιπους μήνες ιδιαίτερα τις γιορτές Χριστουγένων και το Πάσχα το maximum.
Το Υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωσε μέτρα (Ανοιξη 1996) και με έγκριση υπ'αριθμό Ε(95)2590Ι23-10-93 απόφαση Επιτροπής Ευρωπαϊκής 'Ενωσης για το Διορθωτικό Πρόγραμμα στον τομέα των οπωροκηπευτικών με το ποσό των 32,3 εκατομμυρίων ECUS και συμμετοχή της Κοινότητας 24,15 εκ. ECUS (ποσοστό 75%) κατά τη διάρκεια περιόδου 3 ετών από την έγκρισή του από την Ευρωπαϊκή 'Ενωση.
            Συγκεκριμένα στο παραπάνω πρόγραμμα περιλαμβάνονται για την καρυδιά: αναδιάρθρωση και επέκταση καλλιέργειας φυτειών καρυδιάς.
            Το μέτρο αφορά εγκατάσταση νέων σύγχρονων δενδρώνων σε συνολική έκταση 11.780 στρ. για παραγωγή καρπού με κέλυφος.
            Η εγκατάσταση νέων φυτειών θα γίνει :
Ι) με αναδιάρθρωση παλαιών φυτειών καρυδιάς σε έκταση 2.000 στρ.
ΙΙ) σε αντικατάσταση ετησίων καλλιεργειών με επέκταση της καρυδιάς σε 5.000στρ.
            Στόχοι είναι : α) Ο εκσυγχρονισμός των καλλιεργειών με τη δημιουργία κανονικών δενδρώνων ελάχιστης έκτασης 2,5 στρ., β) η μείωση του κόστους παραγωγής με την εκμηχάνιση της καλλιέργειας και της συλλογής των καρπών, γ) η βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων με τη χρησιμοποίηση καταλλήλων ποικιλιών προσαρμοσμένες στις εδαφοκλιματολογικές συνθήκες των διαφόρων παραγωγικών περιοχών, δ) η δυνατότητα σύστασης ομάδας παραγωγών
για την τυποποίηση και διάθεση των προϊόντων και ε) η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά (Περιοδικό Ξηρός Καρπός, Δεκέμβριος 1995).
            Σε όλα τα παραπάνω συντέλεσε η ερευνητική προσπάθεια που γίνεται στο Σταθμό Γεωργικής 'Ερευνας Βαρδατών Φθιώτιδας, στον τόπο που εκπονήθηκε η παρούσα εργασία.
            Από το 1930 λειτουργεί στις Βαρδάτες της Λαμίας το Πρότυπο Κρατικό Κτήμα που είναι σήμερα γνωστό ως Σταθμός Γεωργικής 'Ερευνας Βαρδατών (Σ.Γ.Ε.Β.) και υπάγεται στο Εθνικό Ιδρυμα Αγροτικής 'Ερευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.). Από την αρχή προσανατολίσθηκε στην φυτοτεχνική έρευνα. Πρόσφατα η Κεντρική Υπηρεσία εισηγήθηκε την μετατροπή του Σταθμού σε Ινστιτούτο, με σαφώς μεγαλύτερη περιοχή ευθύνης και υπερτατικό χαρσκτήρα. Προβλέπεται να καλύψει εκτάσεις που μέχρι σήμερα δεν καλύπτονται από την πλευρά της Δενδροκομικής έρευνας.
            Σε εξέλιξη βρίσκεται η προσπάθεια δημιουργίας Τράπεζας Γενετικού Υλικού στα πλαίσια του προγράμματος «Ξηροί Καρποί». Η έδρα της Τράπεζας είναι η Καζέρτα της Ιταλίας και στόχος η δημιουργία καλυτέρων ποικιλιών τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς την ποιότητα.
            Η προσπάθεια είναι αδιάκοπη και παρά τις σαφείς δυσκολίες τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά. Πρόκειται για ένα ζωντανό 'Ιδρυμα τόσο στον τομέα της δενδροκομίας όσο και σε αυτό των μεγάλων καλλιεργειών που έχουν μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον για τους παραγωγούς της περιοχής.
            Στην αρχή κάθε χρόνου ο Σταθμός αναλαμβάνει να ενημερώσει τους καλλιεργητές για τα θέματα που τους απασχολούν, ενώ καταρτίζει και τα προγράμματα ψεκασμών και λίπανσης για τους συνεταιρισμούς.
            Τα περιθώρια βελτίωσης είναι σημαντικά και η χώρα μας πρέπει οπωσδήποτε να εξασφαλίσει μερίδιο στην Ευρωπαϊκή αγορά, ξεπερνώντας την δυσπιστία και βέβαια αξιοποιώντας τα υπάρχοντα Κοινοτικά προγράμματα.
            'Ενα τέτοιο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα που έχει ως στόχο την γενετική βελτίωση της καρυδιάς, της αμυγδαλιάς και της φιστικιάς στις μεσογειακές χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, το ονομαζόμενο «Ξηροί Καρποί» (Fruits Secs) τελείωσε την 5ετή πορεία του το 1995. Ο Σ.Γ.Ε. Βαρδατών έλαβε μέρος και μάλιστα φιλοξένησε την σύσκεψη για τον απολογισμό των προσπαθειών, όπου συμμετείχαν ερευνητές από όλες τις χώρες που παίρνουν μέρος στο πρόγραμμα, δηλαδή την Γαλλία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα. «Το πρόγραμμα παρέχει στην Ελλάδα τη δυνατότητα τόσο για βελτίωση της παραγωγής όσο και για τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων επεξεργασίας και τυποποίησης», σχολίασε ο Γάλλος ερευνητής Dr. Eric Germain. Παράλληλα όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι είναι αναγκαία η διερεύνηση του γενετικού υλικού της ελληνικής καρυδιάς, προκειμένου να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την περαιτέρω βελτίωση των ήδη εκλεκτών ποικιλιών της.
            Η μέχρι τώρα συνεργασία των ερευνητικών Ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο πρόγραμμα επιτρέπει κάθε αισιοδοξία για ακόμα θετικότερα αποτελέσματα στο μέλλον. Η εμπειρία έδειξε ότι η διαφορά τελικά της Ελλάδας από τις άλλες χώρες του προγράμματος εντοπίζεται όχι τόσο στην ποιότητα και το είδος των καλλιεργειών, όσο στην οργάνωση της παραγωγής και στην αντιμετώπιση των επιχειρήσεων επεξεργασίας και τυποποίησης από την πολιτεία. Υπάρχει βέβαια πάντα η ενίσχυση της Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας (FAO - Food and Agriculture Organisation) της διεθνούς υπηρεσίας του Ο.Η.Ε. που έχει ως στόχο την προώθηση της γεωργίας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Καμία εξωτερική ενίσχυση όμως δεν είναι δυνατόν να αντικαταστήσει ούτε το πλημμελές χρηματοπιστωτικό σύστημα, ούτε την έλλειψη συντονισμού της παραγωγής, αλλά ούτε και την παντελή απουσία κινήτρων για την συσπείρωση του κλάδου.
            Η σχετικά χαμηλή απόδοση, σήμερα, του κλάδου θα βελτιωθεί μόνο εάν εξασφαλισθούν οι προϋποθέσεις για αντιμετώπιση του ανταγωνισμού, δηλαδή ο εκσυγχρονισμός και ο προγραμματισμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, η οργάνωση και ο τεχνικός εξοπλισμός των βιοτεχνιών, η οργάνωση και η μείωση του κόστους παραγωγής. Η ορθή αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, μαζί με την εσωτερική υποστήριξη της παραγωγής είναι ο ασφαλέστερος και ίσως ο μοναδικός τρόπος για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα του κλάδου.
            Ο Σ.Γ.Ε. Βαρδατών  συνεργάζεται με αρκετές περιφερειακές μονάδες του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. πάνω σε ερευνητικά προγράμματα και πειράματα, όπως το Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας (καρυδιά - αμυγδαλιά), το Ινστιτούτο Προστασίας Φυτών Βόλου (βακτηρίωση, ανθράκνωση καρυδιάς πρόγραμμα ΝΟΙΧ U.E.), το Ινστιτούτο Εδαφολογίας Αθηνών (πρόγραμμα ENVIREG), το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών και Βοσκών Λάρισας (πειραματικοί μηδικής και φασολιών) καθώς και με το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο (καρπόκαψα της καρυδιάς, παρακολούθηση πτήσεων αρρένων και χρήση παγίδων φερορμόνης και καταπολέμηση με φιλικά προς το περιβάλλον εντομοκτόνα . Ιδιαίτερα οι δραστηριότητες του Σ. Γ. Ε. Β. κυρίως πάνω στην καρυδιά είναι πολλές και αξιόλογες :
 α) Εγκατάσταση συλλογών αξιολόγησης όλων των παραγωγικών ποικιλιών.
 β) Εντοπισμός, επιλογή και εγκατάσταση σε συλλογές αξιολόγησης των καλυτέρων δένδρων καρυδιάς από τους τοπικούς πληθυσμούς όλης της χώρας (πρόγραμμα Fruits Secs).
 γ) Δημιουργία της πλαγιόκαρπης και με πολύ καλά χαρακτηριστικά ποικιλίας ΗΛΙΑΝΑ κατάλληλης για ημιορεινές αλλά και πεδινές περιοχές.
 δ) Μελέτη σε συνεργασία με άλλα Ευρωπαϊκά ερευνητικά Ιδρύματα (CTIFL Γαλλίας, ISF Ιταλίας, IRTA Ισπανίας, κ.λ.π.) όλων των δυνατοτήτων μηχανοποίησης των εργασιών (συγκομιδή, αποφλοίωση, ξήρανση), διαλογής, σπάσιμου, συντήρησης, τυποποίησης των καρυδιών με το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης ΝΟΙΧ U.E. ε) Δημιουργία μητρικής συλλογής εμβολιοληψίας από επιλεγμένα δένδρα των καλυτέρων διεθνώς ποικιλιών καρυδιάς με αυστηρούς ελέγχους αυθεντικότητας και φυτοϋγείας .
Πίνακας 4 : Χωροταξική κατανομή καλλιέργειας και παραγωγής όπου
                     εντοπίζονται οι ερευνητικές προσπάθειες (1995).

Περιοχή
Ποσοστό % εγχώριας παραγωγής
Παραγωγή σε τόννους καρυδιών με κέλυφος
Πελλοπόνησος
29,1
7.000
Μακεδονία
19,1
4.600
Στερεά Ελλάδα & Εύβοια
14,5
3.500
Ηπειρος
13,7
3.300
Θεσσαλία
10,4
2.500
Κρήτη
6,6
1.600
Νησιά Αιγαίου, Ιονίου & Θράκη
6,25
1.500




Πίνακας 5 : Κατ'έτος παραγωγή (Στοιχεία Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας).

Eτος
Παραγωγή σε τόννους καρυδιών με κέλυφος
1989
24.000
1990
22.900
1991
21.750
1992
23.560
1993
24.500
1994
22.200
1995
24.000



      Ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο αυτό συμπεραίνονται ότι, τα χαρακτηριστικά της ελληνικής παραγωγής καρυδιών είναι τα εξής :
Ι) Παραγωγή κυρίως από σποροφυτικούς πληθυσμούς (περισσότερο από 20.000.000 δένδρα) κατά 70% σε ορεινές περιοχές (υψόμετρο >=500m). Τα τελευταία 15 χρόνια έχουν εγκατασταθεί περίπου 300.000 εμβολιασμένα με εκλεκτές ποικιλίες δένδρα, σε οπωρώνες αρδευόμενους (Πίνακας 4) [Σημ. Μεγαλύτερη παραγωγή σε επίπεδο νομού η Αρκαδία και τα Ιωάννινα).
 ΙΙ) Στις ορεινές περιοχές παρατηρείται μείωση παραγωγής λόγω μείωσης και γήρανσης του γεωργικού πληθυσμού.
ΙΙΙ) Μη εκμηχάνιση καλλιέργειας ιδίως συγκομιδή - αποφλοίωση - ξήρανση - διαλογή λόγω του μικρού μεγέθους των εκμεταλλεύσεων και μη χρησιμοποίηση επιλεγμένων ποικιλιών. [ Η συγκομιδή και αποφλοίωση γίνεται με το χέρι και η ξήρανση στο ύπαιθρο. Η αποφλοίωση καρυδιών που προορίζονται για ψίχα γίνεται με το χέρι εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Τέλος οι οπωρώνες με ανεμβολίαστα δένδρα δεν δέχονται άλλη καλλιεργητική φροντίδα από άρδευση ].
 IV) Οι εδαφοκλιματολογικές συνθήκες πολύ καλές ως άριστες για αρδευόμενη καλλιέργεια, όμως οι απώλειες παραγωγής λόγω ανθράκνωσης, καρπόκαψας και το μεγάλο κόστος συγκομιδής και αποφλοίωσης την κάνουν ασύμφορη. Οι σποροφυτικοί πληθυσμοί της Πελοπονήσου έχουν μεγάλη ευπάθεια στην ανθράκνωση (Ρούσκας, Ρούμπος 1992) που είναι ασθένεια φυλλώματος, προκαλεί φυλλόπτωση, μπορεί να εκμηδενίσει την παραγωγή, δηλαδή μικρής διαμέτρου καρποί και ανεπαρκές γέμισμα ψίχας.
V) Μικρή παραγωγικότητα, με αιτία την έλλειψη καλλιεργητικών φροντίδων (ψεκασμοί, λιπάνσεις) απώλεια 80% της παραγωγής από κακή θρέψη, καρπόκαψα, ανθράκνωση, βακτηρίωση και ζημιά σε ορεινά από όψιμους παγετούς. (Σε ορεινές περιοχές φυτεύθηκαν σποροφυτικοί πληθυσμοί πρώιμης έναρξης βλάστησης με αποτέλεσμα απώλειες από όψιμους παγετούς την Ανοιξη).
VI) Ανεπαρκής πληροφόρηση σε επίπεδο παραγωγού. Η ποιότητα της κύριας παραγωγής από σπορόφυτα ποικίλει από κακή ως άριστη με διαφορές στο μέγεθος μεγάλες, δηλαδή από 8gr ως και 22gr. Λόγοι, η μικρή εγκατάσταση άρα το μικρό οικονομικό ενδιαφέρον και η μη οργάνωση της παραγωγής (συνεταιρισμοί, εταιρείες) άρα μηδαμινή η πρόσβαση στην πληροφόρηση.
VII) Κακή ξήρανση. Στις ορεινές περιοχές η συγκομιδή γίνεται με θερμοκρασίες <25οC και αυξημένη ατμοσφαιρική υγρασία άρα όχι ταχεία ξήρανση και υποβάθμιση της ποιότητας. Στις πεδινές η συγκομιδή γίνεται νωρίς (Σεπτέμβριος), με υπερβολική ξήρανση (4-7% υγρασία αέρα) άρα επίσης υποβάθμιση.
VIII) Κακή συντήρηση. Οι χώροι αποθήκευσης δεν είναι κατάλληλοι (κακός εξαερισμός και υγρασία άρα υποβάθμιση) (Ρούσκας - Ρούμπος,1992).

            Λόγω της αναμενόμενης ανάπτυξης της αγοράς του καρυδιού, πρέπει η Ελλάδα να προσαρμόσει την έρευνα στις ανάγκες και τα προβλήματα της ώστε να ανταγωνιστεί τις μεγάλες εξαγωγικές δυνάμεις (Κίνα, Η.Π.Α., Γαλλία, κ.λ.π).


ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΡΥΔΙΟΥ ΚΑΙ
   ΕΜΠΟΡΙΑ (ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ - ΕΞΑΓΩΓΕΣ)

            Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής υπηρεσίας και του FAO, η παγκόσμια παραγωγή καρυδιού φθάνει θεωρητικά στους 1.005.000 τόνους και διατηρείται σταθερή, ενώ οι ρυθμοί αύξησης των πωλήσεων φθάνουν το 15% ανά έτος. Μεγάλο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής έχουν οι Η.Π.Α. (210.000 τον.), η Κίνα (185.000 τον.) και η Τουρκία (115.000 τον.). Η Ευρωπαϊκή 'Ενωση συμμετέχει σε αυτή την παραγωγή κατά 100.000 τον. με κυριότερες χώρες παραγωγής την Γαλλία (25.000-30.000 τον. ), την Ιταλία (20.000-25.000 τον. ) και την Ελλάδα (18.000-25.000 τόν.). Στην πράξη, πηγές του Υπουργείου Εμπορίου, αναφέρουν ότι η παγκόσμια παραγωγή φθάνει μόλις τους 850.000 τόν., ίσως χωρίς να υπολογίζουν σ'αυτό το ποσό τις μικρές παραγωγούς χώρες που έχουν χαμηλή κατανάλωση κατά κεφαλήν και που ενδεχομένως δεν εμπορεύονται αυτή την παραγωγή ή δεν διαθέτουν στην παγκόσμια αγορά την εγχώρια παραγωγή τους.
            Οι χώρες που κυριαρχούν στις εξαγωγές στο παγκόσμιο εμπόριο καρυδιών είναι οι Η.Π.Α. που εξάγουν 80.000 τόν., η Κίνα με 50.000 τον., η Ινδία με 50.000 τον και η Γαλλία με 10.000 τον. Η Ευρωπαϊκή 'Ενωση πραγματοποιεί τις μεγαλύτερες εισαγωγές καρυδιών που υπολογίζονται σε 85.000 τον. καρυδιών (50.000-55.000 τόν. καρύδια με κέλυφος και 15.000-18.000 τον.ψίχα και το 70% αυτού κατευθύνονται στις αγορές της Γερμανίας, της Ισπανίας και Ιταλίας. Το 80% των καρυδιών με κέλυφος η Ευρωπαϊκή 'Ενωση το προμηθεύεται από τις Η.Π.Α. ενώ σε καρυδόψιχα το 30% το προμηθεύεται από την Κίνα, το 20% από τις Η.Π.Α. και το 20% από την Ινδία. Οι εξαγωγές της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης φθάνουν τους 40.000 τον. και είναι λιγοστές, με κύρια εξαγωγό την Γαλλία, ενώ οι ποσότητες αυτές κατευθύνονται στην Ελβετία. Επίσης από τις χώρες της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης η Γαλλία κάνει μεγάλες εισαγωγές μαζί με την Ισπανία και την Ιταλία. Η Γαλλία μάλιστα εισάγει ποσότητες που επανεξάγει σε χώρες μέλη της Κοινότητας. Η μέση τιμή της ψίχας που εισάγεται στην Κοινότητα κατά το CTlFL, το Διεπαγγελματικό κέντρο τεχνικής στήριξης φρούτων και λαχανικών, από τις Η.Π.Α., την Ινδία και την Κίνα είναι αντίστοιχα, 22,19 και 15 F/kgr ενώ η τιμή του γαλλικού καρυδιού χωρίς κέλυφος είναι 40 F/kgr (FAO 1989).
            Εκτιμάται ότι οι ποσότητες των καρυδιών με κέλυφος Θα ανέλθουν σε 180.000 190.000 τον. ετησίως, από το Διεπαγγελματικό κέντρο τεχνικής στήριξης φρούτων και λαχανικών, το CTIFL.. Η βάση των εισαγωγών Θα διευρυνθεί λόγω μεγέθυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναμένεται να φθάσει σε 100.000 τον. καρυδιών με κέλυφος. Ο λόγος είναι η είσοδος στην Κοινότητα της Αυστρίας και της Σουηδίας μια και ειδικά στην Αυστρία παρατηρείται μεγάλη κατανάλωση καρυδιών κατ'άτομο που φθάνει τα 2,3 kgr. Εδώ ας αναφέρουμε ότι τη δεύτερη Θέση κατέχει η Ελλάδα με 2 kgr/άτομο.
            Γενικά παγκοσμίως υπάρχουν καλές προοπτικές για κατανάλωση λόγω :  α)των ευεργετικών ιδιοτήτων του καρυδιού στον ανθρώπινο οργανισμό και β) της σταθερότητας των τιμών για τα τελευταία χρόνια, λόγω εισαγωγών από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (πρώην Ε.Σ.Σ.Δ.) και την Ινδία. Οι ρυθμοί αύξησης αυτών των πωλήσεων φθάνουν το 15% ανά χρόνο και αιτία είναι το γεγονός ότι η κατανάλωση καρυδόψιχας αυξάνεται γιατί αυτή περιέχει βασικά στοιχεία διατροφής, δηλαδή πρωτείνες, υδατάνθρακες, έλαια, ιχνοστοιχεία, βιταμίνες, ενώ τέλος επιφέρει μείωση των ποσοστών χοληστερίνης στον ανθρώπινο οργανισμό μέχρι 50% άρα προστασία του καρδιαγγειακού συστήματος (Τριχοπούλου 1995). Αιχμή της κατανάλωσης του προϊόντος παρουσιάζεται κατά τα Χριστούγεννα, ενώ σταθερή διατηρείται η καμπύλη της από τον Σεπτέμβριο ως τον Mάϊo και μηδενίζεται κατά το θέρος.
            Στην ζαχαροπλαστική προτιμάται το προϊόν με μορφή ψίχας, που έχει προέλευση από Η.Π.Α. και Ινδία λόγω απουσίας ξένων υλών και που κατ'επέκταση δεν επιβαρύνει τον επιχειρηματία με επιπλέον εργατικά για τον καθαρισμό του. Κυρίως η ινδική καρυδόψιχα, έρχεται σε συσκευασία κενού αέρος που την προφυλάσσει κατά την αποθήκευση τους θερινούς μήνες και την καθιστά οπτικά ελκυστική, η ποιότητά της, καθώς και αυτή της Κίνας, δεν είναι καλή. Τα καρύδια από τις Η.Π.Α. έχουν κέλυφος και ψίχα ελκυστικού χρώματος αλλά η γεύση της είναι κατά κανόνα μέτρια.
Συμπερασματικά, βάση όλων αυτών των στοιχείων και των εκτιμήσεων, όπως αυτές διατυπώθηκαν στο 2ο Συνέδριο καρυδιών που διεξήχθει από τις 13 έως τις 15 Ιουνίου 1995 στην Alcobaca της Πορτογαλίας, αναμένεται σημαντική αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης καρυδιών και είναι αναγκαία η προσαρμογή της έρευνας σε εκτίμηση νέων υποκειμένων και ποικιλιών ώστε να αναχθούν τα προβλήματα της καλλιέργειας και να αυξηθεί η παραγωγή.
            Η σχέση γεωπόνων και παραγωγών πρέπει να αρχίσει να γίνεται περισσότερο στενή και ευθυγραμμισμένη με στόχο την καλύτερη επεξεργασία και την τυποποίηση που θα προσελκύσει το όλο και απαιτητικότερο καταναλωτικό κοινό. Οσον αφορά δε τους ερευνητές, η έρευνα πρέπει να κατευθυνθεί σε μελέτη νέων ποικιλιών και υποκειμένων, ανθεκτικών σε εχθρούς και ασθένειες με επιλογή από εναλλακτικό πολλαπλασιαστικό υλικό από βιολογικές τράπεζες, που συγκροτούνται από τον σποροφυτικό πληθυσμό. Πρέπει να γίνει επιλογή πλαγιόκαρπων ποικιλιών σε συνδυασμό με ζωηρά υποκείμενα για επίτευξη υψηλών παραγωγών σε εντατικής μορφής γεωργία (Ρούσκας,1996). Λύσεις πρέπει να δοθούν και σε προβλήματα, κυρίως φυσιολογίας όπως μικροκαρπίες, απόρριψη θηλυκών ανθέων - με αποτέλεσμα το χάσιμο της παραγωγής - έτσι συνίσταται έρευνα και για το κλάδευμα και τους επικονιαστές. Τέλος, η χρήση αντιβιοτικών και βιολογικών μεθόδων για την καταπολέμηση ασθενειών και εντόμων, όπως και η σωστή άρδευση θα θέσει ευνοϊκές βάσεις για λιγότερες απώλειες από τα πιο πάνω προβλήματα. Ενδεικτικά αναφέρονται οι ζημιές από παρόμοια αίτια στον πιο κάτω πίνακα, προς σύγκριση, σε δολάρια Αμερικής από αποτίμηση στο τέλος του έτους 1979 (Πίνακας 1).



Αιτίες απωλειών

Απώλειες με τιμή καρπού 40$/1 Ib

Α. Πάνω απο το έδαφος

'Εντομα φυλλώματος - καρπού
$ 9.432.000
Εγκαύματα
4.000.000
Κατάρευση
13.114.000
Blackline
2.000.000
Scale
600.000
Deep - Garkcanker
500.000
'Εντομα ξυλοφάγα
200.000
Αφίδες
200.000
Καρπόκαψα
100.000

Β. Εδάφους

Φυτόφθορα
20.408.000
Νηματώδεις
500.000


Σύνολο
51.054.000


Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Επικονίαση και γονιμοποίηση

Αν και όλες οι ποικιλίες της καρυδιάς είναι αυτογόνιμες και σταυρογόνιμες, μερικές παρουσιάζουν κάποιο βαθμό αυτοστερότητας, λόγω του φαινομένου της διχογαμίας, δηλαδή πρωτογυνία ή συνηθέστερα πρωτανδρία. Μ'άλλα λόγια τα αρσενικά με τα θηλυκά άνθη δεν ωριμάζουν συγχρόνως και η γύρη διασκορπίζεται είτε πριν τα θηλυκά άνθη είναι υποδεκτικά γονιμοποίησης (πρωτανδρία) είτε μετά το τέλος της υποδεκτικότητάς τους (πρωτογυνία). Αυτό το φαινόμενο μειώνει την αναλογία των θηλυκών ανθέων που είναι αυτογόνιμα και κατά συνέπεια την παραγωγική δυναμικότητα του δένδρου.
            Ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλισθεί επαρκής γονιμοποίηση, είναι να εξασφαλισθεί σταυρογονιμοποίηση, με την φύτευση δύο η περισσοτέρων ποικιλιών. Με την φύτευση μίας ποικιλίας, που την απελευθερώνει όψιμα, θα εξασφαλισθεί γύρη καθ’όλη την περίοδο υποδεκτικότητας των θηλυκών και για τις δύο ποικιλίες. Στους νεαρούς καρυδεώνες έχει παρατηρηθεί ότι η επικονίαση είναι αποτέλεσμα από ένα καλό γυρεοδότη, μέχρι απόστασης 165-200m ενώ στους παραγωγικούς μεγάλης ηλικίας καρυδεώνες, όπου τα δένδρα, λόγω της αύξησης της κομής τους πυκνώνουν, η γύρη δεν μεταφέρεται τόσο ελεύθερα μέσα στον καρυδεώνα και η απόσταση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 65-100 m (Ποντίκης 1987)

            Η γύρη της καρυδιάς φαίνεται να χάνει τη ζωτικότητάς της σε μία εβδομάδα ή λιγότερο σε θερμοκρασία δωματίου. Κατά τον Forde (1975) γύρη του είδους J. regia έχει συντηρηθεί σε 0οC και 40% σχετική υγρασία. Γύρη που συντηρήθηκε κατ’αυτόν τον τρόπο παρήγαγε καρπούς όταν χρησιμοποιήθηκε σε ένα μήνα, όμως δεν διατηρεί τη ζωτικότητά της μέχρι την επόμενη βλαστική περίοδο. Κατά τους Giriggs et al (1971 ) και Forde και Giriggs (1972) η γύρη του είδους J. regia διατηρεί τη ζωτικότητά της, τουλάχιστον για ένα χρόνο στους -19ο C.

Ιστορική αναδρομη

ΓΕΝΙΚΑ  ΓΙΑ  ΤΗΝ  ΚΑΡΥΔΙΑ        
    Το καρύδι είναι από τους πιο δημοφιλείς, υγιεινούς και θρεπτικούς ξηρούς καρπούς και υλικά για ζαχαροπλαστική. Η βασιλική καρυδιά (Juglans regia), κατά την τελευταία χιλιετηρίδα, από την Περσία - το φυσικό της χώρο όπου αυτοφύεται - επεκτάθηκε σε όλες τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις του κόσμου. Αν και οι σποροφυτικοί πληθυσμοί δέντρων καλλιεργούνται ακόμα, η τακτική των εμβολιασμένων σε υποκείμενα εμπορικών ποικιλιών γίνεται πιο συχνή. Η επιλογή αυτών των ποικιλιών με βάση την πρόοδο στη βιοτεχνολογία, την αντοχή σε ασθένειες την εύκολη μετασυλλεκτική διαχείριση και την μεταποίηση θα φέρει μελλοντικά μεγάλη ανάπτυξη στην καλλιέργεια. Η παραλλακτικότητα των ποικιλιών επιτρέπει στο δέντρο να ευδοκιμήσει και να παράγει ικανοποιητικά σε ορεινές κρύες περιοχές ως και ζεστές πεδινές. Τα καρύδια ποικίλουν από μικρά, σκληρού κελύφους καρπούς, σε μεγάλους, λεπτού κελύφους και χρώματά ψίχας από μαύρο σε ανοιχτό καστανό και υποκίτρινο. Η ανθεκτικότητα σε έντομα και ασθένειες, έχει μελετηθεί λίγο, αλλά η ποικιλότητα της ανθεκτικότητας αυτής ίσως είναι μεγάλη για το σποροφυτικό πληθυσμό. Αυτός ο πληθυσμός μαζί με τα συγγενή είδη της Juglans regia χρησιμοποιούνται συχνά σαν υποκείμενα και είναι ζωτικής φύσης πηγή γονιδίων σε επίπεδο γενετικής βελτίωσης.
            Το καρύδι ανήκει στο γένος Juglans που έχει δένδρα και μεγάλους θάμνους με βλαστούς που έχουν διαμερισματοποιημένη την εντεριώνη, μεγάλα αρωματικά σύνθετα φύλλα, γενικότερα μονήρεις στημενοφόρους ιούλους σε βλαστούς του προηγούμενου έτους, δηλαδή ξυλοποιημένους, και θηλυκά άνθη σε βλαστούς του έτους. Ο σχηματισμένος καρπός είναι δρύπη ψευδής, με περικάρπιο δερματοποιημένο και ξυλοποιημένο ενδοκάρπιο που περικλείει το εδώδιμο μέρος που είναι το έμβρυο, και το περίβλημα του σπέρματος. Το έμβρυο περιλαμβάνει τα βλαστίδιο, το ριζίδιο και δύο κοτυλυδόνες (Rodriguez et al,1989).
            Τα περισσότερα είδη του γένους Juglans δίνουν καλής ποιότητας ξύλο ενώ αρκετά έχουν ως εδώδιμο τμήμα τον καρπό, αφού αυτός υποστεί αποξήρανση.
            Το γένος Juglans περιέχει 20 περίπου είδη (Maning 1978) συγγενή, σε μέρη της Βόρειας Αμερικής, τις περιοχές των Ανδεων της Νότιας Αμερικής και την ορεινή περιοχή στα κεντρικά της Ασίας. Αυτά τα είδη ταξινομήθηκαν σε τέσσερις κατηγορίες, βάσει της γεωγραφικής τους κατανομής : Juglans Μann, Τrachycaryon Dode ex Μann, Cardiocaryon Dode και Rhysocaryon Dode (Manning 1978).
            Κατά τους Germain et al (1973) και Luna Llorente (1979) το γένος Juglans, που στην τάξη Juglandales και την οικογένεια Junglandaclac έχει 3 ομάδες ειδών :
     (Ι) Κοινή καρυδιά : J. regia L.
     (ΙΙ) Μαύρη καρυδιά : J. nigra L, J. hindsii Jeps, J. Californica Watcon,
                                       J.major Hellen και J. rupestris Engelm.
   (ΙΙΙ) Γκρι και λευκή καρυδιά : J. cinerea L, J. sieboldiana Maxim, J.
                                           cataylusis Dode και J. manchurica Maxim.

            Επίσης αμερικανική καρυδιά λέγεται και η ομάδα των Caraya. Αναλυτικά οι περιοχές από τις οποίες προέρχεται το κάθε είδος δίνονται στις εικόνες 1, 2 και 3.


Εικόνα 1 : Φυσική εξάπλωση των ειδών Juglans, των ιθαγενών της Ασίας.

Εικόνα 2 : Φυσική εξάπλωση των ειδών Juglans, των ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής.

Εικόνα 3 : Φυσική εξάπλωση των ειδών Juglans, των ιθαγενών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.


            Τη σημαντική συμμετοχή του δέντρου στην ζωή των ανθρώπων αποδεικνύουν οι αναφορές συγγραφέων στον καρπό ή το δένδρο της καρυδιάς, από τα αρχαία χρόνια. Από απολιθωμένα φύλλα καρυδιάς που βρέθηκαν στην Προβηγκία, συνάγεται ότι κατά την προϊστορική εποχή ήταν αυτοφυής και στην Δυτική Ευρώπη. Ο Θεόφραστος που έζησε τον 4ο π.Χ. αιώνα, στο έργο του  << Φυτών αιτίαι και φυτών ιστορίαι >> αναφέρει ότι η καρυδιά ήταν δασικό φυτό που βελτιώθηκε από τον άνθρωπο με την καλλιέργεια. Πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι την εποχή αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Αθήναιος << Κάρυα εκάλουν πάντα τα ακρόδρυα (ξηροί καρποί) κα τας αμυγδάλας και τα νυν καστάνεα >>. Αλλά στην κοινή καρυδιά φαίνεται να αναφέρεται η << Κάρυα η άγρια >> (Φυτών ιστορίαι 3,2,3), η << Περί την Μακεδονία καρύα >> καθώς και η << Περσική καρύα >>. Η << Καρύα η ευβοϊκή >> πιθανότατα αναφέρεται σε είδος βελανιδιάς και η << Κάρυα δε Ηρακλεώτικη >> στην φουντουκιά την οποία << Θαμνώδη ποιούσι κατακόπτοντες >>.
            Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή φαίνεται ότι γινόταν καλλιέργειά της στην Ιταλική χερσόνησο γιατί μνημονεύεται συχνά σε ποιήματα του Βιργιλίου και του Οβίδιου. Πιστεύεται μάλιστα ότι τα καρύδια τα χρησιμοποιούσαν στην ιατρική σαν φάρμακο κατά της τεριδόνας και το περικάρπιο για βαφή των μαλλιών. Τέλος κατά τον De Canololle (1788-1841 ) απαντιόνταν σαν αυτοφυή απο την Ανατολική εύκρατη Ευρώπη μέχρι την Ιαπωνία.
            Οπως αναφέρει ο Πλίνιος τον 1 ο αιώνα μ.Χ. το όνομα "βασιλική καρυδιά, "Juglans regia" προέρχεται ετυμολογικά από τη λέξη Jovis και Glaus, δηλαδή Δίας και αδένες ή αλλιώς Θεϊκοί ή βασιλικοί αδένες. Το παράξενο είναι ότι αναφορές υπάρχουν για το ίδιο δένδρο με δύο διαφορετικούς προσδιορισμούς την καρυδιά την κοινή και την καρυδιά την βασιλική. Αλλοι συγγραφείς προσδίδουν το όνομα «κάρυα»  ή καρυδιά σε άλλες ιδιότητες του δένδρου, όπως ο Πλούταρχος που αναφέρει ότι επειδή η σκιά του δένδρου ήταν βαριά έφερνε πόνο στο κεφάλι (κάρυο) σε όσους κοιμούνταν από κάτω.
            Πολλές αναφορές ήταν και αυτές οι οποίες στηρίζονταν στις χρήσεις των προϊόντων του δένδρου, σε νεότερους και παλαιότερους συγγραφείς. Η χρήση παραδείγματος χάριν του ελαίου του καρυδιού στην σαπωνοποιία, την φαρμακευτική, την ζαχαροπλαστική, την αρωματοποιία και σαν βάση καλλυντικών. Τα φύλλα του δένδρου έχουν στυπτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται ακόμη σε ιπποφορβεία, το απόσταγμά τους για την προστασία από τσιμπούρια. Το εξωτερικό περικάρπιο όταν είναι χλωρο-πράσινο δίνει πράσινη φυτική βαφή ενώ αν ωριμάσει δίνει καφέ, λέγεται μάλιστα ότι από αυτή την καφέ βαφή είχε χρωματιστεί και ο μανδύας του Χριστού.
            Μία βασική ιδιότητα του καρυδιού ήταν και η φαρμακευτική, ο Διοσκουρίδης αναφέρει ότι ένας άριστος συνδυασμός από καρύδια με σύκα και απήγανο, αποτελούν αντίδοτο κατά δηλητηριάσεων.
            Σε μία ιστορική αναδρομή σε αρχαία και νεότερα κείμενα θα διαβάσουμε και χρήσεις του ξύλου της καρυδιάς. Ο Βάρναλης στην «Απολογία του Σωκράτη» γράφει : «να φτιάξω και το κιβούρι μου απ'καρυδόξυλο». Στην Παλαιά Διαθήκη στη Γένεση : «Και έλαβε εις εαυτόν ο Ιακώβ ράβδου χλωράς εκ λεύκης και καρύας και πλατάνου» με αυτά τα κλαδιά ο Ιακώβ έπιανε τα "ποίμνια" που έρχονταν να πιουν νερό στα ποτάμια. Από τη λαϊκή μας παράδοση αναφέρεται σε δημοτικό τραγούδι «Τι έχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρ». Η ίδια χρήση του ξύλου υπάρχει και στις «Αληθείς ιστορίες» του Λουκιανού : «Είδομε κατόπιν των Κολοκυνθοπειρατών προσπλέοντας τους Καρυοναύτας».
            Η πιο ειδυλλιακή όμως αναφορά είναι και η πιο κάτω σε απόσπασμα από το «Ασμα Ασμάτων» του Σολωμόντα : «Κατέβων εις τους κήπους των καρύων δια να ιδώ την χλόην της κοιλάδος, να ίδω εάν εβλάστησε η άμπελος και εξηνθήσαν αι ροϊδιαί».
            Ολα τα παραπάνω δείχνουν την σπουδαιότητα του είδους της βασιλικής καρυδιάς και των προϊόντων της για τους ανθρώπους τότε, χωρίς να υποβαθμιστεί η σπουδαιότητα της ακόμη και σήμερα. Το ξύλο της μας δίνει καταπληκτικές δημιουργίες στην επιπλοποιία και ο καρπός δίνει έμπνευση για ανάλογες στην ζαχαροπλαστική και μαγειρική. Γνωστές είναι οι ελληνικές καρυδόπιτες, τα καρυδάτα και μοναδικές οι γεύσεις της γαλλικής κουζίνας που το χρησιμοποιεί σαν γέμιση σε άσπρο κρέας και σε σαλάτα με μαρούλι και αβοκάντο.